τερετισμός

τερετισμός
ο, ΝΑ [τερετίζω]
κελάηδημα, τερέτισμα
αρχ.
(για πλαγίαυλο) γοργή εναλλαγή δύο συνεχών φθόγγων, τρίλια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τερετισμός — trilling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετισμός — ο τερέτισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερετισμοί — τερετισμός trilling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετισμούς — τερετισμός trilling masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετισμῶν — τερετισμός trilling masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερετισμόν — τερετισμός trilling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βατταρισμός — ο (AM βατταρισμός) [βατταρίζω] το τραύλισμα μσν. ο τερετισμός των χελιδονιών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”